τεζάρω

τεζάρω
Ν
1. τεντώνω κάτι, τό τεντώνω όσο παίρνει («τεζάρω το σχοινί»)
2. μένω ακίνητος, πεθαίνω
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) τεζαρισμένος, -η, -ο
α) πολύ τεντωμένος, άκαμπτος
β) αναίσθητος, λιπόθυμος ή νεκρός («τόν βρήκανε τεζαρισμένο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tesare (βλ. και τέζα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεζάρω — τεζάρω, τέζαρα και τεζάρισα, τεζαρισμένος βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τεζάρω — (λ. ιταλ.), τεζάρισα, τεζαρίστηκα, τεζαρισμένος 1. τεντώνω, τσιτώνω, καργάρω: Τεζάρω το σκοινί όσο αντέχει. 2. πεθαίνω: Τα τέζαρε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατείνω — (Α ἀνατείνω) ανυψώνω, τεντώνω προς τα επάνω νεοελλ. τεζάρω, τεντώνω αρχ. 1. υψώνω απειλητικά 2. επαυξάνω, εντείνω 3. επεκτείνω, απλώνω 4. (αμτβ.) εκτείνομαι, καταλαμβάνω έκταση, φθάνω μέχρι …   Dictionary of Greek

  • καργάρω — 1. γεμίζω κάτι ώς επάνω, παραγεμίζω, τυλώνω 2. τεχνολ. α) υπερφορτώνω β) σφίγγω δυνατά, τεντώνω, τεζάρω 3.ναυτ. τοποθετώ πλοίο πάνω στη ναυπηγική κλίνη για επιθεώρηση ή επισκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cargar] …   Dictionary of Greek

  • τεζάρισμα — το, Ν [τεζάρω] τέντωμα, το να είναι κάτι τεντωμένο …   Dictionary of Greek

  • τεζαριστός — ή, ό, Ν πολύ τεντωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεζάρω + κατάλ. ιστός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. λαχταρ ιστός] …   Dictionary of Greek

  • εντείνω — ενέτεινα και έντεινα, εντάθηκα, εν(τε)ταμένος, μτβ. 1. τεντώνω κάτι καλά ή περισσότερο, το τεζάρω, το καργάρω: Εντάθηκε το ελατήριο. 2. αυξάνω το βαθμό ενέργειας ή δύναμης, δυναμώνω, φορτσάρω: Εντείνω την προσοχή μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεντώνω — τέντωσα, τεντώθηκα, τεντωμένος 1. μτβ., τσιτώνω, τεζάρω, καργάρω: Τεντώνω το σκοινί. 2. απλώνω, ξαπλώνω: Τέντωσε τα πόδιατου. 3. ανοίγω διάπλατα: Τι μας τέντωσε το παράθυρο; 4. το μέσ., τεντώνομαι τανύζομαι: Το πρωί τεντώνεται για να ξενυστάξει.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιτώνω — τσίτωσα, τσιτώθηκα, τσιτωμένος 1. τεντώνω, τεζάρω, καργάρω: Τσίτωσε λίγο το σεντόνι. 2. μτφ., αναγκάζω κάποιον να εντείνει τις δυνάμεις του: Τον τσίτωσαν στην αγγαρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”